Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013
Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013
Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013
Οι δεσμοί της κοινωνιών του μεσοπολέμου με τα
φασιστικά καθεστώτα και οι συσχετισμοί με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.
Στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου το Φόρουμ Κοινωνικής
Ιστορίας διοργάνωσε ένα επιστημονικό
συνέδριο με θεμα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τη σχέση του
με την ελληνική κοινωνία, θέμα που έγινε ακόμα πιο επίκαιρο μετά τις εξελίξεις
των τελευταίων ημερών.
Οι συμμετέχοντες πανεπιστημιακοί και ερευνητές
δεν παρασύρθηκαν σε απλουστευτικούς παραλληλισμούς. Αντίθετα, επικεντρώθηκαν
στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, επιχειρώντας να αναδείξουν συνέχειες
και ασυνέχειες σε σχέση με τους προγενέστερους και μεταγενέστερους χρόνους, να
προτείνουν τις δικές τους απαντήσεις στο κεντρικό ερώτημα αν το καθεστώς της
4ης Αυγούστου αποτέλεσε «πείραμα εκφασισμού», αλλά και να θέσουν νέα ερωτήματα
για μια αμφιλεγόμενη και ανεπαρκώς μελετημένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας.
Η εποχή που διανύουμε αναμφίβολα διαφέρει αρκετά από τη δεκαετία
του ’30, όταν ολόκληρη η Ευρώπη ζούσε στον απόηχο ενός μεγάλου πολέμου και τη
σκιά του επόμενου, ενώ τα απολυταρχικά καθεστώτα ήταν περισσότερο ο κανόνας
παρά η εξαίρεση. Για ένα τμήμα του πληθυσμού της ηπείρου, που είχε χάσει την
εμπιστοσύνη του στη χρεοκοπημένη ελεύθερη οικονομία και τον κοινοβουλευτισμό, ο
φασισμός αποτελούσε μια εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης, αν όχι τη μόνη σωτηρία
από την «απειλή του κομμουνισμού».
Ανήσυχος με αυτά που βιώνει καθημερινά στο Βερολίνο, ο Αϊνστάιν
ξεκινά το καλοκαίρι του 1931 αλληλογραφία με τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, όπου
αναπτύσσει προβληματισμούς για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και την απειλή
ενός νέου Μεγάλου Πολέμου. Το βασικό ερώτημα που θέτει στην πρώτη επιστολή του
είναι «πώς θα σταματήσουμε την ψύχωση του μίσους και της καταστροφής», που
εξαπλώνεται ταχύτατα στον γερμανικό πληθυσμό. «Δεν εννοώ βέβαια», υπογραμμίζει
ο Αϊνστάιν, «μόνο τους αποκαλούμενους “ακαλλιέργητη μάζα”. Η εμπειρία μου
δείχνει ότι η υποτιθέμενη αφρόκρεμα της διανόησης είναι η πλέον επιρρεπής σε
τέτοιου είδους ολέθριες αυθυποβολές».
Η διαπίστωση αυτή ακούγεται σήμερα ως μια εξαιρετικά επίκαιρη
(λόγω Χρυσής Αυγής) όσο και ενοχλητική αλήθεια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που
θεωρούν ότι ο νεοφασισμός ευδοκιμεί μόνο ή κυρίως μεταξύ των «κατώτερων»,
οικονομικά και μορφωτικά, στρωμάτων, αυτών των «επικίνδυνων τάξεων» που είναι
πάντα επιρρεπείς στα πολιτικά «άκρα», σε αντιδιαστολή με τη μορφωμένη «μεσαία
τάξη», η οποία θεωρείται εξ ορισμού το σταθερό θεμέλιο της Δημοκρατίας. Μια
θεώρηση, η οποία αποπνέει ταξική προκατάληψη και συγκρούεται με την ιστορική
πείρα.
Όπως τεκμηριώνει ο Ερικ Χομπσμπάουμ στην «Εποχή των Άκρων», τις δεκαετίες
εκκόλαψης του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, η
κοινωνική τους βάση απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο «από εκείνους που δεν λέρωναν
τα χέρια τους στη δουλειά». Τρανταχτά ονόματα του γερμανικού ακαδημαϊκού
κόσμου, όπως ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο νομικός Καρλ Σμιτ, οι νομπελίστες
φυσικοί Φίλιπ Λέναρντ και Γιοχάνες Σταρκ και ο βιολόγος Οϊγκεν Φίσερ,
προσχώρησαν στους ναζί. Την αηδιαστική ανακοίνωση καταδίκης του Αϊνστάιν από
την Πρωσική Ακαδημία Επιστημών, της οποίας ήταν μέλος, ενέκριναν όλα τα μέλη
της εκτός από ένα.
Παρότι εμφανιζόταν ως «Εργατικό», το ναζιστικό κόμμα (NSDAP)
επωάστηκε από τα παραστρατιωτικά Freikorps, τα οποία έπνιξαν στο αίμα το κίνημα
των Εργατικών Συμβουλίων που γέννησε η σοσιαλιστική επανάσταση του 1918. Είναι
αλήθεια ότι η Εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πυρήνων Επιχειρήσεων (NSBO) έφτασε να
έχει το 1933 τετρακόσιες χιλιάδες μέλη, τα οποία, ωστόσο, ήταν κυρίως
διευθυντικά στελέχη, μηχανικοί και διοικητικοί. Στρατολογούσε επίσης από τις
γραμμές των εξαθλιωμένων, στους οποίους προσέφερε κάποια απασχόληση, είτε στα
Τάγματα Εφόδου (SA) είτε μέσω εργοδοτών, οι οποίοι ήταν ευτυχείς να
προσλαμβάνουν ναζιστές, σχηματίζοντας απεργοσπαστικό στρατό.
Παρ’ όλα αυτά, το NSDAP δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στην εργατική
τάξη μέχρι την άνοδό του στην εξουσία. Ακόμη και στις εκλογές του 1933, η
πλειοψηφία των εργατών και των ανέργων έμεινε πιστή στους σοσιαλδημοκράτες και
τους κομμουνιστές. Η ενεργός βάση του
NSDAP προερχόταν κυρίως από τη μεσαία τάξη και τα «λούμπεν» στρώματα, ενώ η
ηγεσία της χρηματοδοτούνταν από μεγιστάνες του χρήματος. Στις πιο γνωστές
περιπτώσεις συγκαταλέγονται ο διοικητής της Εθνικής και της Κεντρικής Τράπεζας
Χιάλμαρ Σαχτ, οι μεγαλοβιομήχανοι της χαλυβουργίας Τίσεν και Κρουπ, η
αυτοκινητοβιομηχανία Opel και η χημική βιομηχανία IG Farben.
Από τα προλεγόμενα , καμία κοινωνική τάξη δεν
είναι άτρωτη στην απειλή του νεοφασισμού – το γεγονός ότι ήδη στις τελευταίες
εκλογές η Χρυσή Αυγή κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό 9,3%, αισθητά πάνω από τον πανελλαδικό μέσον όρο, σε μια
εργατική και παραδοσιακά «κόκκινη» περιφέρεια όπως η Β΄ Πειραιά, είναι
χαρακτηριστικό.
Στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Μεταξάς επέμενε να προβάλλει το «κίνημα»
του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού ως ένα πείραμα ρήξης με το παρελθόν. Στην
πραγματικότητα, όπως υπογραμμίστηκε επανειλημμένως στη διάρκεια του συνεδρίου,
ο ίδιος αποτελούσε κομμάτι του παλαιού κόσμου - κάτι που ενδεχομένως αιτιολογεί
τόσο τη χαμηλή δημοτικότητά του σε σχέση με προσωπικότητες όπως ο Μουσολίνι ή ο
Χίτλερ, όσο και την αποδοχή του από την τοπική οικονομική και διανοητική ελίτ.
Επιπλέον, αν και έως ένα βαθμό υιοθετεί πολιτικές της φασιστικής Ιταλίας και της
ναζιστικής Γερμανίας, ουδέποτε
αναφέρεται στο καθεστώς του ως «φασιστικό».
Η παρουσία του Μεταξά,
χαροποιεί τη ναζιστική ηγεσία, που βλέπει στο πρόσωπό του έναν πιθανό σύμμαχο
στα Βαλκάνια - όπως προκύπτει από την έρευνα του Στράτου Δορδανά (Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας), ο οποίος παρουσίασε μια «ακτινογραφία» της ελληνικής κοινωνίας
μέσα από τις εκθέσεις της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών. Μολονότι αναγνωρίζουν τη φιλοαγγλική στάση του Μεταξά, οι
εκπρόσωποι της Γερμανίας στην Ελλάδα «προσπαθούν να διαπιστώσουν ιδεολογικές
συγγένειες μεταξύ των δύο καθεστώτων», εξηγεί ο κ. Δορδανάς, και ενίοτε
μοιάζουν να υπερβάλλουν όταν αναφέρονται στην αποδοχή του καθεστώτος από την
ελληνική κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, προσκαλούν στελέχη της ελληνικής
μυστικής αστυνομίας για εκπαίδευση από την Γκεστάπο. Στις διαφορές των δύο καθεστώτων, που επισημαίνονται στις εκθέσεις,
συγκαταλέγεται :
1.
Η απουσία ρατσιστικής και
2.
Αντισημιτικής βάσης στην ιδεολογία του
Μεταξά.
Παρότι
υιοθέτησε αυταρχικές πρακτικές, και δεν δίστασε να προβεί σε βίαιες διώξεις πολιτικών αντιπάλων και «κομμουνιστικών
στοιχείων», ο Ιωάννης Μεταξάς παραμένει αρκετά δημοφιλής στη συνείδηση της
ελληνικής κοινωνίας, κάτι που εν πολλοίς σχετίζεται με το περίφημο «ΟΧΙ».
Πώς όμως
θα μπορούσε να συμβάλει η μελέτη της ιστορίας, και συγκεκριμένα της περιόδου
από το 1936 έως το 1941, στην κατανόηση του παρόντος; Σε αυτό το ερώτημα, κάθε
ιστορικός έχει τη δική του απάντηση. Γεγονός, πάντως, είναι πως η σύγχρονη
ακροδεξιά έχει σε μεγάλο βαθμό οικειοποιηθεί τη ρητορεία του Μεταξά, και
ιδιαίτερα ό,τι σχετίζεται με την ανωτερότητα του ελληνικού έθνους. Αν
και δεν δημιούργησε στρατόπεδα συγκέντρωσης, το καθεστώς της 4ης
Αυγούστου ενστερνιζόταν τις ιδέες περί εθνικής «καθαρότητας» και προσέγγιζε
κάθε μειονότητα αναλόγως με το αν τη θεωρούσε «απειλή» για την
ασφάλεια του κράτους - για παράδειγμα, οι «Σλαβομακεδόνες» υφίστανται βίαια
κατασταλτικά μέτρα, όπως η απαγόρευση της γλώσσας τους, ενώ οι Εβραίοι
αντιμετωπίζονται μάλλον με ανοχή.
Εντούτοις,
«ανοχή δεν σημαίνει αποδοχή», υπογραμμίζει ο Φίλιππος Κάραμποτ, από το King’s
College του Λονδίνου, η εισήγηση του οποίου στο συνέδριο είχε τον τίτλο «Έλλην
πολίτης, Εβραίος το θρήσκευμα: Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η ιδιότητα του
πολίτη». Εστιάζοντας στους Σεφαρδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ο κ. Κάραμποτ
υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση επιδίωκε την απόλυτη χειραγώγηση της κοινότητας σε
αντάλλαγμα για τα όποια προνόμια της προσέφερε - π.χ. η απαγόρευση των
αντισημιτικών εκδηλώσεων, κάτι που εφαρμόστηκε ώς ένα βαθμό. Απώτερος στόχος
του καθεστώτος δεν ήταν η αφομοίωση των Εβραίων, αλλά η διατήρησή τους ως
χωριστής οντότητας και η ανάδειξη ακριβώς των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών
τους, έτσι ώστε να αναδεικνύεται η «ανωτερότητα» του «περιούσιου ελληνικού
λαού», είναι η θέση του κ. Κάραμποτ. Αν και παραμένει επιφυλακτικός απέναντι
στην πρακτική της αναγωγής του ιστορικού παρελθόντος στο παρόν, που εμπεριέχει
τον κίνδυνο απλώς να «επιβεβαιώνουμε τις προκαταλήψεις μας», ο ιστορικός εκτιμά
πως η ιδιότητα του πολίτη ουδέποτε καλλιεργήθηκε συστηματικά στην Ελλάδα, με
αποτέλεσμα «ο πολίτης να μην εκτιμά το κράτος και το κράτος να μην εκτιμά τον
πολίτη».
Η «κληρονομιά» του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δεν αφορά
αποκλειστικά την άκρα δεξιά. Νόμοι, δημόσιοι φορείς και αντιλήψεις, που
σώζονται ώς τις μέρες μας, οφείλουν την ύπαρξή τους στα χρόνια διακυβέρνησης
του Μεταξά.
Καταλήγοντας καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φυλάκισε τον Χίτλερ
ύστερα από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας», το 1923, για να τον
αποφυλακίσει ύστερα από εννέα μήνες και να τον αναγορεύσει καγκελάριο εννέα
χρόνια αργότερα, με αντικαγκελάριο τον «κεντρώο» Φον Πάπεν, σε κυβέρνηση
«εθνικής ενότητας» με αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε Κεντροδεξιά.
Βιβλιογραφία
|
|
![]() |
Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013
Βαϊμάρη και Αθήνα
Βαϊμάρη και Αθήνα
Του Θανου Βερεμη*
Ακούμε από τα ΜΜΕ να γίνεται λόγος για τη σχέση της περιόδου κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα με τις συνθήκες που επέτρεψαν την κατίσχυση του ναζισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Ποια τα κοινά στοιχεία των δύο παραδειγμάτων και ποιες οι διαφορές μεταξύ τους; Τα κοινά είναι τα ακόλουθα:
1. H κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» το 1928-1932 ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό Κόμμα (και μερικά μικρότερα) της Γερμανίας θυμίζει την εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης σήμερα. Αν μάλιστα λογαριάσουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (13,1%) και το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό (18,3%) μετά τις εκλογές του 1931, θα πλησιάσουμε τους αντιπολιτευόμενους στη σημερινή ελληνική Βουλή.
2. Η οικονομική κρίση του 1929-30 υπήρξε ο άνεμος στα πανιά του ναζισμού και βέβαια η κυριότερη εξήγηση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα καθ’ ημάς.
3. Η έκπτωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την υπονόμευση που απεργάζονταν τα άκρα, το ΚΚΓ και οι αριστερές επαναστατικές του ομάδες πρώτα και έπειτα τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Στο σημερινό μας Κοινοβούλιο η απαξίωση του «καπιταλιστικού» κοινοβουλευτισμού από το ΚΚΕ είναι μια πραγματικότητα που όλα τα κόμματα αποδέχονται. Η ίδια περιφρόνηση εκφράζεται σποραδικά και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερή βία, προτροπές σε ανατροπή της έννομης τάξης). Η επίκληση της Δημοκρατίας δεν αποτελεί αναγκαστικά τεκμήριο δημοκρατικότητας αφού ο όρος σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά μεταξύ τους καθεστώτα. Αλλη η αντίληψη της Δημοκρατίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλη στις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες του Ανατολικού Συνασπισμού.
4. Η προσπάθεια Φιλελεύθερων διανοούμενων όπως ο Τόμας Μαν, να δημιουργηθεί κοινή γραμμή πλεύσης ανάμεσα στους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες κοινοβουλευτικούς του 1930, θυμίζει σημερινές εκκλήσεις προς την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές για να απομονώσουν τη Χρυσή Αυγή. Ο Πρώσος πρωθυπουργός Οτο Μπράουν επικαλέστηκε τότε τον συνασπισμό των λογικών ανθρώπων.
5. Η επίκληση του λαού (volk) υπήρξε κοινό στοιχείο της Δεξιάς και της Αριστεράς και στις δύο περιπτώσεις και χρησιμοποιείται και σήμερα εις βάρος της ισχύος του νόμου. Ο λαϊκισμός ο οποίος μαστίζει το πολιτικό φάσμα –δεξιό και αριστερό- παραπέμπει στη νομιμοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας τις οποίες επέβαλε ο Χίτλερ και οι οπαδοί του.
Οι διαφορές είναι αρκετές :
1. Η Ελλάδα δεν εξέρχεται από μια στρατιωτική ήττα όπως η Γερμανία το 1919.
2. Η επιπολαιότητα της γερμανικής Αριστεράς και της Δεξιάς έναντι των ναζιστών εξηγείται εν μέρει από την απουσία τότε των εμπειριών που σήμερα γνωρίζουμε για τους οπαδούς του Χίτλερ. Η σημερινή περιφρόνηση του κράτους δικαίου από αριστερούς και δεξιούς πολιτευτές αποτελεί αδικαιολόγητη αν όχι εγκληματική πράξη.
3. Ο αρνητικός ρόλος του υπέργηρου προέδρου της Δημοκρατίας Χίντενμπουργκ δεν έχει το αντίστοιχό του στη σημερινή Ελλάδα, αφού ο θεσμός εδώ ελάχιστη εξουσία φέρει. Η ευθύνη του Χίντενμπουγκ για την άνοδο του Αυστριακού δεκανέα στη θέση του Γερμανού καγκελάριου είναι τεράστια.
Μένει να εξακριβώσουμε αν οι Ελληνες ψηφοφόροι είναι εξίσου αμετροεπείς με τους Γερμανούς των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933 που έδωσαν στον Χίτλερ το 44% των ψήφων. Η λεπτομέρεια διέφυγε της προσοχής του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ όταν δήλωνε ότι «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Αν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη θα ανακάλυπτε ότι το δημοκρατικό σύστημα είναι το ευπαθέστερο απ’ όλα και προϋποθέτει ενάρετους ψηφοφόρους για να λειτουργήσει σωστά. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο παρακολουθώντας τη σημερινή Βουλή μας εν δράσει.
Ασφαλώς η Χρυσή Αυγή είναι γνήσιο προϊόν της κρίσης και πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρά μέτρα μνημονιακού τύπου. Αλλά ας μην ξεχνάμε τη διάχυτη ανομία που ανεχόμαστε χρόνια τώρα και τον μιθριδατισμό που μας προκαλεί το δηλητήριο το οποίο εκρέει ο λαϊκισμός. Ας θυμηθούμε το καίριο άρθρο του Αγγελου Στάγκου «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο» (15 Σεπτεμβρίου 2013):
«Οι καταστροφές και οι λεηλασίες στην Αθήνα, (η δολοφονία τριών νέων ανθρώπων στη Marfin), τα γεγονότα της Κερατέας και των Σκουριών… οι απερίγραπτες δηλώσεις συνδικαλιστών, οι βανδαλισμοί σε βάρος κτιρίων, οι θανατηφόρες επιθέσεις κατά μεταναστών, οι λήψεις αποφάσεων από ελάχιστες μειοψηφίες σε πανεπιστήμια και συνδικαλιστικές οργανώσεις, η χρησιμοποίηση των μαθητών για αλλότριους σκοπούς, οι συνεχείς μεθοδεύσεις πρυτάνεων εναντίον κάθε αλλαγής στα ΑΕΙ…». Μάθαμε να ζούμε με όλα αυτά σαν να ήταν φυσιολογικές καταστάσεις.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Του Θανου Βερεμη*
Ακούμε από τα ΜΜΕ να γίνεται λόγος για τη σχέση της περιόδου κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα με τις συνθήκες που επέτρεψαν την κατίσχυση του ναζισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Ποια τα κοινά στοιχεία των δύο παραδειγμάτων και ποιες οι διαφορές μεταξύ τους; Τα κοινά είναι τα ακόλουθα:
1. H κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» το 1928-1932 ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό Κόμμα (και μερικά μικρότερα) της Γερμανίας θυμίζει την εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης σήμερα. Αν μάλιστα λογαριάσουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (13,1%) και το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό (18,3%) μετά τις εκλογές του 1931, θα πλησιάσουμε τους αντιπολιτευόμενους στη σημερινή ελληνική Βουλή.
2. Η οικονομική κρίση του 1929-30 υπήρξε ο άνεμος στα πανιά του ναζισμού και βέβαια η κυριότερη εξήγηση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα καθ’ ημάς.
3. Η έκπτωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την υπονόμευση που απεργάζονταν τα άκρα, το ΚΚΓ και οι αριστερές επαναστατικές του ομάδες πρώτα και έπειτα τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Στο σημερινό μας Κοινοβούλιο η απαξίωση του «καπιταλιστικού» κοινοβουλευτισμού από το ΚΚΕ είναι μια πραγματικότητα που όλα τα κόμματα αποδέχονται. Η ίδια περιφρόνηση εκφράζεται σποραδικά και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερή βία, προτροπές σε ανατροπή της έννομης τάξης). Η επίκληση της Δημοκρατίας δεν αποτελεί αναγκαστικά τεκμήριο δημοκρατικότητας αφού ο όρος σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά μεταξύ τους καθεστώτα. Αλλη η αντίληψη της Δημοκρατίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλη στις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες του Ανατολικού Συνασπισμού.
4. Η προσπάθεια Φιλελεύθερων διανοούμενων όπως ο Τόμας Μαν, να δημιουργηθεί κοινή γραμμή πλεύσης ανάμεσα στους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες κοινοβουλευτικούς του 1930, θυμίζει σημερινές εκκλήσεις προς την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές για να απομονώσουν τη Χρυσή Αυγή. Ο Πρώσος πρωθυπουργός Οτο Μπράουν επικαλέστηκε τότε τον συνασπισμό των λογικών ανθρώπων.
5. Η επίκληση του λαού (volk) υπήρξε κοινό στοιχείο της Δεξιάς και της Αριστεράς και στις δύο περιπτώσεις και χρησιμοποιείται και σήμερα εις βάρος της ισχύος του νόμου. Ο λαϊκισμός ο οποίος μαστίζει το πολιτικό φάσμα –δεξιό και αριστερό- παραπέμπει στη νομιμοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας τις οποίες επέβαλε ο Χίτλερ και οι οπαδοί του.
Οι διαφορές είναι αρκετές :
1. Η Ελλάδα δεν εξέρχεται από μια στρατιωτική ήττα όπως η Γερμανία το 1919.
2. Η επιπολαιότητα της γερμανικής Αριστεράς και της Δεξιάς έναντι των ναζιστών εξηγείται εν μέρει από την απουσία τότε των εμπειριών που σήμερα γνωρίζουμε για τους οπαδούς του Χίτλερ. Η σημερινή περιφρόνηση του κράτους δικαίου από αριστερούς και δεξιούς πολιτευτές αποτελεί αδικαιολόγητη αν όχι εγκληματική πράξη.
3. Ο αρνητικός ρόλος του υπέργηρου προέδρου της Δημοκρατίας Χίντενμπουργκ δεν έχει το αντίστοιχό του στη σημερινή Ελλάδα, αφού ο θεσμός εδώ ελάχιστη εξουσία φέρει. Η ευθύνη του Χίντενμπουγκ για την άνοδο του Αυστριακού δεκανέα στη θέση του Γερμανού καγκελάριου είναι τεράστια.
Μένει να εξακριβώσουμε αν οι Ελληνες ψηφοφόροι είναι εξίσου αμετροεπείς με τους Γερμανούς των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933 που έδωσαν στον Χίτλερ το 44% των ψήφων. Η λεπτομέρεια διέφυγε της προσοχής του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ όταν δήλωνε ότι «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Αν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη θα ανακάλυπτε ότι το δημοκρατικό σύστημα είναι το ευπαθέστερο απ’ όλα και προϋποθέτει ενάρετους ψηφοφόρους για να λειτουργήσει σωστά. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο παρακολουθώντας τη σημερινή Βουλή μας εν δράσει.
Ασφαλώς η Χρυσή Αυγή είναι γνήσιο προϊόν της κρίσης και πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρά μέτρα μνημονιακού τύπου. Αλλά ας μην ξεχνάμε τη διάχυτη ανομία που ανεχόμαστε χρόνια τώρα και τον μιθριδατισμό που μας προκαλεί το δηλητήριο το οποίο εκρέει ο λαϊκισμός. Ας θυμηθούμε το καίριο άρθρο του Αγγελου Στάγκου «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο» (15 Σεπτεμβρίου 2013):
«Οι καταστροφές και οι λεηλασίες στην Αθήνα, (η δολοφονία τριών νέων ανθρώπων στη Marfin), τα γεγονότα της Κερατέας και των Σκουριών… οι απερίγραπτες δηλώσεις συνδικαλιστών, οι βανδαλισμοί σε βάρος κτιρίων, οι θανατηφόρες επιθέσεις κατά μεταναστών, οι λήψεις αποφάσεων από ελάχιστες μειοψηφίες σε πανεπιστήμια και συνδικαλιστικές οργανώσεις, η χρησιμοποίηση των μαθητών για αλλότριους σκοπούς, οι συνεχείς μεθοδεύσεις πρυτάνεων εναντίον κάθε αλλαγής στα ΑΕΙ…». Μάθαμε να ζούμε με όλα αυτά σαν να ήταν φυσιολογικές καταστάσεις.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)